- ανθρακεργάτης
- οεργάτης που εργάζεται στη φορτοεκφόρτωση κάρβουνου: Δούλευε ως ανθρακεργάτης στο λιμάνι του Πειραιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανθρακεργάτης — ο 1. ο εργάτης που δουλεύει στη φόρτωση και εκφόρτωση ανθράκων 2. ανθρακωρύχος … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
ανθρακεύς — ο (Α ἀνθρακεύς και ἀνθρακευτής) αυτός που κατασκευάζει ξυλάνθρακες νεοελλ. 1. (στα πλοία) ο βοηθός του θερμαστή, που μεταφέρει άνθρακες από την αποθήκη στα λεβητοστάσια 2. ανθρακεργάτης … Dictionary of Greek
ανθρακοεργάτης — ο ο ανθρακεργάτης* … Dictionary of Greek